Ο αντισημιτισμός στην αρχαιότητα


«Τα φαινόμενα του αντισημιτισμού δεν φαίνεται ότι θα εξαλειφθούν ποτέ… Μεγάλο μέρος της αντιπάθειας κατά των Εβραίων πηγάζει από τον τρόπο που παραδοσιακά τους έβλεπε η Εκκλησία».

Αυτά λέει σε συνέντευξή του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (25/5/2015) ο Jonathan Boyd του Institute for Jewish Policy Research*.
Για το μίσος κατά των Ιουδαίων θεωρείται σήμερα υπεύθυνος συχνά ο Χριστιανισμός. Η Ιστορία όμως μας διδάσκει, πως, τουλάχιστον όσον αφορά στην γένεση του αντισημιτισμού, ο Χριστιανισμός δεν έφερε το παραμικρό μερίδιο ευθύνης. Οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων υπέφεραν οι ίδιοι πάρα πολλά δεινά από τον αντισημιτισμό. Αντιμετώπισαν εν μέρει τις ίδιες κατηγορίες με τους Ιουδαίους, όπως της λατρείας του όνου, της μισανθρωπίας και του τελετουργικού φόνου. Μπορεί βεβαίως από την άλλη πλευρά να αποδειχθεί πως οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν κατά προτίμησιν τους Χριστιανούς, και τους παρουσίαζαν ως τους πραγματικούς ενόχους, για να αποτινάξουν κατά το δυνατόν από τους ώμους τους την προκατάληψη που βάρυνε τους ίδιους. Επομένως είναι μια χονδροειδής πλάνη όταν επιρρίπτεται στον Χριστιανισμό ως τέτοιον η ευθύνη για τον αντισημιτισμό των ημερών μας. Ο αντισημιτισμός είναι αρχαιότερος, και μάλιστα κατά αιώνες από τον Χριστιανισμό. Πρόκειται σε τελευταία ανάλυση για ένα ειδωλολατρικό ένστικτο που εμφανίζεται κατά καιρούς. 


Τα παραπάνω γράφει ο Ελβετός κλασσικός φιλόλογος και ιστορικός Felix Stahelin (1873 – 1952) στο βιβλίο του «Ο Αντισημιτισμός της Αρχαιότητας – Γένεση και Εξέλιξη» (“Der Antisemitismus des Altertums in seiner Entstehung und Entwicklung”) - Βασιλεία 1905, με βάση μια διάλεξη που έγινε στον χώρο διαλέξεων (Bernoullianum) του Πανεπιστημίου της Βασιλείας της Ελβετίας στις 17 έως 19 του Φεβρουαρίου του 1901. Το ενδιαφέρον βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΓΟΝΑΥΤΗΣ, 2014 (μετάφραση - σχόλια: Τάσος Ψηλογιαννόπουλος).

Όπως αναφέρει το ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ του βιβλίου:
Ο Felix Stähelin (1873-1952) ήταν Ελβετός κλασσικός φιλόλογος και ιστορικός. Υπήρξε καθηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, έκτακτος από το 1917 ως το 1931 και τακτικός από το 1931 ως το 1935. Συνέγραψε πλήθος βιβλίων και άρθρων, κυρίως για τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Υπήρξε από τους βασικούς συνεργάτες της περίφημης Εγκυκλοπαίδειας της Αρχαιότητος Paulys Realencyclopadie des Altertums (Pauly-Wissowa), που άρχισε να εκδίδεται το 1893 και ολοκληρώθηκε το 1978 με περισσότερους από 70 μεγάλους τόμους. Το βιβλίο του για τον αντισημιτισμό της αρχαιότητος είναι το πρώτο γνωστό που πραγματεύεται το θέμα. Η μικρή του έκταση δεν επιτρέπει σίγουρα συμπεράσματα και η στάση του ιδίου δεν είναι σαφής, ιδιαίτερα αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε την τελευταία, αινιγματική πρόταση του κειμένου του. Το σίγουρο είναι πως ο συγγραφέας θέλει να καταστήσει σαφές, πως ο αντισημιτισμός δεν έχει χριστιανική προέλευση, και πως οι ρίζες του βρίσκονται στην ελληνιστική εποχή.
Αρχικά ο Stahelin αναφέρει ότι η ιουδαϊκή κοινότητα ήταν μια κλειστή θρησκευτική κοινότητα που έμοιαζε με εκκλησία μάλλον παρά με κράτος, στην κορυφή της οποίας ίστατο ως απόλυτος ηγέτης ο αρχιερεύς. Όσο πιο πολύ από τη μια αισθανόταν η ευσεβής ιουδαϊκή κοινότητα ξεχωριστή από τους ειδωλολάτρες, ως «περιούσιος λαός», τόσο από την άλλη υπήρχε, αρχικά, μια κατά κάποιον τρόπο, καλή σχέση προς του γειτονικούς λαούς…. Υπήρχε βέβαια, και εκείνο το ρεύμα Ιουδαίων που επεδίωκε να αφαιρέσει από τον Ιουδαϊσμό τον εθνικό χαρακτήρα και να τον κάνει προσιτό ως θρησκεία όλου του κόσμου.

Ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο:
(σελ. 11- 20): Ο ελληνισμός ήταν γενναιόδωρος και προικισμένος με ενδιαφέρον και ανοιχτό βλέμμα για τους ποικίλους λαούς οι οποίοι έρχονταν στον πνευματικό του ορίζοντα. Αρκετοί Ιουδαίοι, ήδη προ της κατακτήσεως της Ασίας, (με τον Μ. Αλέξανδρο), είχαν κερδηθεί από τον επερχόμενο παγκόσμιο πολιτισμό (ελληνισμό). Ένας μαθητής του Αριστοτέλη (Κλέαρχος ο Σολεύς) αναφέρει για έναν τέτοιον Ιουδαίο και είχε γίνει Έλληνας «στην γλώσσα και στην ψυχή».


Η εντύπωση που είχαν για τον Ιουδαϊσμό οι Έλληνες ήταν ότι αποτελούσε μια μυστηριώδη φιλοσοφική θεωρία. Ο Μεγασθένης σύγκρινε τους Ιουδαίους με τους βραχμάνες, τους Ινδούς φιλοσόφους. Πολλά για τους Ιουδαίους έγραψε ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης, συγγραφέας που βρισκόταν στην αυλή του Πτολεμαίου Α΄ του Σωτήρος (305-285 π.Χ.), ο οποίος είχε περισσότερες ευκαιρίες για εγγύτερη γνωριμία με τον λαό των Ιουδαίων. Εκεί για πρώτη φορά ακούγεται από αυτόν, η κατηγορία πως οι Ιουδαίοι ήταν εχθρικοί προς τους ξένους. Αργότερα, στην εποχή του Πτολεμαίου Γ΄ του Ευεργέτου (246-221π.Χ.) ιδρύθηκε ένας ιουδαϊκός ευκτήριος οίκος στην Κάτω Αίγυπτο τον καιρό που η διασπορά τους είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις και ειδικά στην Αλεξάνδρεια κατοικούσε μεγάλος αριθμός Ιουδαίων. Και ήταν σε αυτή την πόλη που πρωτοεμφανίστηκε στα πλαίσια του μη ιουδαϊκού πληθυσμού το φαινόμενο που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ως Θεωρητικό Αντισημιτισμό. Εδώ αντήχησαν για πρώτη φορά οι κατηγορίες που θα εγείροντο αργότερα παντού στον κόσμο. Τον φόβο με τον οποίον απέφευγαν τους αλλοθρήσκους άρχισε ο κόσμος να τον ερμηνεύει ως μισανθρωπία εναντίον των μη μονοθεϊστικών πολιτισμών. Ο πρώτος που επετέθη επισήμως εναντίον των Ιουδαίων για αυτόν τον λόγο ήταν ο Αιγύπτιος ιερεύς Μανεθώς - Μανέθωνας (285-246 π.Χ.) που έγραψε στα ελληνικά μια ιστορία για την πατρίδα του την Αίγυπτο. Αφηγείται την ιστορία του Φαραώ Αμενόφις που οργάνωσε επιχείρηση με στόχο να καθαρίσει την χώρα από τους λεπρούς και τους «ακάθαρτους». Ο Μανεθώς θεωρεί ότι οι Ιουδαίοι της εποχής του κατάγονται από τους  ακάθαρτους και εν μέρει λεπρούς Αιγυπτίους. Ο δε νομοθέτης τους ένας αποστάτης, ένας εκπεσών Αιγύπτιος ιερεύς. Από την εποχή του Μανέθωνος εδραιώθηκε η αντισημιτική διάθεση των Αλεξανδρινών.   


Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή (175 – 164 π.Χ.)… ο οποίος δια μιας και δια παντός ανέκοψε την διαδικασία εξελληνισμού των Ιουδαίων η οποία ευρίσκετο στην καλύτερη δυνατή πορεία…Οι  απόψεις για τον Αντίοχο είναι εξαιρετικά διιστάμενες, καθώς άλλοι τον βλέπουν ως έναν κτηνώδη ημιπαράφρονα τύραννο και άλλοι ως τον «τελευταίο εκλεκτό εκπρόσωπο του ελληνισμού».
(Σελ. 28 επ.): Όπως αργότερα ο Αδριανός, ο ρομαντικός του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού θρόνου, έτσι και ο Αντίοχος ο Δ' έχτισε ναούς στην Αθήνα και κατείχε αθηναϊκά αξιώματα.  Τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική θρησκεία ήθελε, χωρίς να λογαριάσει το τίμημα, να τα επιβάλλει με ομοιόμορφο τρόπο στην αυτοκρατορία του. Το πόσο αδέξια άρχισε αυτή την προσπάθεια, ώστε να πλησιάσει τους στόχους του, το δείχνει ακριβώς η στάση του έναντι των Ιουδαίων. Την αφορμή να επέμβει στην Ιερουσαλήμ του την προσέφερε μια διένεξη που είχε ξεσπάσει εκεί για το αξίωμα του Αρχιερέως. Κληθείς υπό της μιας εκ των δύο παρατάξεων εισήλθε κατά το έτος 170 ή 169 ενόπλως εις την Ιερουσαλήμ και επέβαλε σκληρές ποινές εναντίον των αντιπάλων, των οποίων οι πολιτικές συμπάθειες εστρέφοντο φυσικά προς την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, τον αιώνιο εχθρό των Σελευκιδών. Για να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερο αισθητή την ισχύ του στην πόλη, ο Αντίοχος εισέβαλε στον ναό και τον καταλεηλάτησε, και μάλιστα δεν ντράπηκε, είτε τότε είτε κατά μία δεύτερη επίσκεψή του εν έτει 168, να κηλιδώσει τόσο το ιερό όσο και τα βιβλία που περιείχαν τους Νόμους με αίμα χοίρου. Έτσι έπρεπε να αρχίσει κανείς, αν ήθελε να θίξει τους Ιουδαίους στον έσχατο βαθμό. Αντί λοιπόν να προωθήσει με προσεκτική τακτική και με ήπιο τρόπο τον σταδιακό εξελληνισμό τους, τους κτύπησε έτσι στο πιο ευαίσθητο σημείο τους εξαναγκάζοντάς τους κυριολεκτικά σε αντίσταση. Ακόμη και εκείνοι που μέχρι τότε μεταξύ των Ιουδαίων με κανέναν τρόπο δεν έδειχναν αποστροφή προς τον Ελληνισμό, έπρεπε τώρα να γίνουν άτεγκτοι εχθροί του. Ο αρχιερεύς Ονίας, που του είχε αφαιρεθεί το αξίωμα, διέφυγε με πολυάριθμους οπαδούς της παρατάξεώς του στην Αίγυπτο, όπου έγινε δεκτός από τον βασιλέα Πτολεμαίο τον ΣΤ' τον Φιλομήτορα (181-145 π.Χ.), ο οποίος και του διέθεσε μια περιοχή κοντά στην Λεοντόπολη, μιαν πόλη της επαρχίας της Ηλιουπόλεως. Εκεί ο Ονίας οργάνωσε μιαν αυτόνομη ιουδαϊκή αποικία. Εκεί ανίδρυσε προς αντικατάστασιν του βεβηλωμένου ναού της μητέρας Ιερουσαλήμ έναν νέο ιουδαϊκό ναό, ο οποίος υπήρχε ως το 73 μ.Χ. Ο Αντίοχος όμως είχε αποφασίσει να δώσει το καίριο κτύπημα. Η Ιερουσαλήμ κατεδαφίσθηκε και ένα συριακό οχυρό παρατηρητήριο κτίστηκε μέσα στην πόλη, ενώ στον ναό, στον ιερότερο χώρο ολόκληρου του ιουδαϊκού κόσμου, κατασκευάστηκε ένας βωμός του Ολυμπίου Διός (Δεκέμβριος του ι68 ή 167). Από τούδε και στο εξής ο ναός δεν θα ήταν αφιερωμένος στον θεό των Ιουδαίων αλλά στον Δία. Αυτό ήταν ένα «βδέλυγμα της ερημώσεως» για τους Ιουδαίους. Αυτή η έκφραση έμεινε για πάντα παροιμιώδης. Πέραν τούτου, το ιουδαϊκό τελετουργικό και η συμμετοχή σε ιουδαϊκά έθιμα εν γένει θα απηγορεύοντο καθ’ άπασαν την επικράτειαν της αυτοκρατορίας επί ποινή θανάτου. Αυτή η παντελώς ακατανόητη επέμβαση αφύπνισε την απέλπιδα αντίσταση του ιουδαϊκού λαού ακόμη περισσότερο. Ο πολιτισμικός αγώνας του Αντιόχου θα ναυαγούσε, γιατί ακριβώς εδώ, η άδικη δοκιμασία, το μαρτύριο, μετεβλήθη στην μεγίστη ενδυνάμωση των καταπιεσμένων. Εθνικός και θρησκευτικός ενθουσιασμός εξαπλώθηκαν ταυτόχρονα στον λαό. Ο Ιούδας «η σφύρα» (Μακκαβαίος) εξεδίπλωσε την σημαία της εξεγέρσεως, και μετά τον ηρωικό του θάνατο (160 π.Χ.) οι αδελφοί του συνέχισαν το έργο της απελευθερώσεως από τον συριακό ζυγό. Η Ιερουσαλήμ εξαγνίστηκε από το «βδέλυγμα της ερημώσεως» και ο ναός απεδόθη πάλι στην ιουδαϊκή εθνική λατρεία (165 π.Χ.)… Ένα νέο ιουδαϊκό εθνικό συναίσθημα, συνδεδεμένο με ασίγαστο μίσος κατά των ειδωλολατρών άρχισε να διαμορφώνεται. «Εκδικηθείτε τους απίστους»… 


Η δίψα για εκδίκηση των Ιουδαίων της εποχής εστιάζεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στο βιβλίο της Εσθήρ… ένα βιβλίο, που βρίθει φιληδονίας, δίψας για αίμα και φανατισμού δεν διηγείται πραγματικά γεγονότα. [Ο Λούθηρος έλεγε: «Το βιβλίο Μακκαβαίων Β΄ όπως και η Εσθήρ μου είναι τόσο απεχθή ώστε θα προτιμούσα να μην υπήρχαν  καθόλου επειδή ιουδαΐζουν πάρα πολύ και βρίθουν παγανιστικών απρεπειών»]. Όμως το γεγονός πως διαβαζόταν διαρκώς από τους Ιουδαίους της μεταμακκαβαιϊκής περιόδου, και μάλιστα ως παραμυθητικό και καθαρτήριο ανάγνωσμα, και ότι έχαιρε εκτιμήσεως μεγαλύτερης και από αυτής για τα βιβλία των Προφητών, σε σημείο που να το θέτουν στο ίδιο ύψος με τον Μωσαϊκό Νόμο, αυτό ακριβώς το γεγονός είναι μια πολύ σημαντική ένδειξη σχετικά με τις επιθυμίες και τα ιδανικά που θα πρέπει να καθόριζαν τους Ιουδαίους εκείνης της εποχής.
Δεν επιτρέπεται να παραβλέψει κανείς αυτές τις συνθήκες, αν θέλει να αντιληφθεί την ραγδαία άνοδο του αντισημιτικού ρεύματος ανάμεσα στους ειδωλολάτρες. Αυτό το άκαμπτο, απρόσιτο και κακόβουλο έναντι κάθε διαφορετικής πίστεως στοιχείο, που κυριαρχούσε τώρα απολύτως στον Ιουδαϊσμό, δεν θα μπορούσε να επιδράσει επί των εκ φύσεως ανεκτικών Ελλήνων παρά μόνον ως κάτι αποκρουστικό. Τώρα οι θεωρητικές επιθέσεις κατά των Ιουδαίων ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια, και το παράδειγμα του Μανέθωνος έβρισκε ευρεία απήχηση. Μετά από αυτόν και τον Μνασέα οι αρχαιότεροι συγγραφείς που μπορούν να τεκμηριωθούν, και οι οποίοι έθεσαν την πένα τους στην υπηρεσία του Αντισημιτισμού, είναι δύο άνδρες, οι οποίοι έδρασαν στον ίδιο τόπο και χρόνο, δηλαδή στην Ρόδο κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα: ο Απολλώνιος ο Μόλων, ένας διάσημος διδάσκαλος της ρητορικής, κοντά στον οποίον σπούδασαν επί παραδείγματι τόσο ο Κικέρων όσον και ο Καίσαρ, και ο ιστορικός και στωικός φιλόσοφος Ποσειδώνιος


Ο Απολλώνιος ο Μόλων εξέδωσε έναν ιδιαίτερο λίβελλο εναντίον των Ιουδαίων στον οποίον πέραν ορθών αναλύσεων που ανταπεκρίνοντο στην πραγματικότητα, και οι οποίες προέδιδαν μιαν ακριβή γνώση της Παλαιάς Διαθήκης - εγείροντο και πάσης φύσεως κακόβουλες αντιρρήσεις κατά της ιουδαϊκής νομοθεσίας και του δημιουργού της του Μωϋσή, ενώ περαιτέρω κατηγορούσε τους Ιουδαίους πως δεν λάτρευαν τους ίδιους θεούς με τους Έλληνες, πως δεν ήθελαν να καλλιεργούν καμία σχέση με ανθρώπους που είχαν διαφορετική πίστη, πως ήταν μισάνθρωποι και άθεοι, άλλοτε δειλοί, άλλοτε τολμηροί μέχρι περιφρονήσεως του θανάτου, κατά τα άλλα οι πλέον ατάλαντοι μεταξύ των όλων των βαρβάρων, εφ’ όσον μόνον αυτοί ανάμεσα σε όλους τους λαούς δεν είχαν προσφέρει τίποτε στην πρόοδο του πολιτισμού.


(σελ. 46 επ.): Η νικηφόρος επιστροφή του Πτολεμαίου Σωτήρος Β΄ στην Αλεξάνδρεια είχε ως συνέπεια τις πρώτες διώξεις εναντίον Ιουδαίων, των οποίων το κίνητρο βεβαίως δεν θα πρέπει να αναζητηθεί σε φυλετικό μίσος αλλά σε πολιτικούς λόγους.
Αν εξαιρέσουμε μεμονωμένες περιπτώσεις αυτού του τύπου, οι Ιουδαίοι έχαιραν εκτιμήσεως υπό το καθεστώς των ελληνιστικών βασιλέων καθώς και των διαδόχων τους στην εξουσία Ρωμαίων αυτοκρατόρων από την εποχή του Ιουλίου Καίσαρος και μετέπειτα. Αναγνωρισμένοι ως ιδιαίτερες κοινότητες μεταξύ των υπολοίπων κοινοτήτων των πόλεων, ελεύθεροι να εκφράζουν τις θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες καταβάλλοντας απρόσκοπτα ακόμη τους φόρους τους για τον ναό στην Ιερουσαλήμ και τελικώς απαλλαγμένοι ακόμη και από την στρατιωτική θητεία (η οποία σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να είναι συμβατή με την αυστηρή τήρηση της αργίας του Σαββάτου), οι Ιουδαίοι άρχισαν στον 1ο μ.Χ. αιώνα να εμφανίζονται απαιτούντες πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή την απόλυτη νομική τους εξίσωση με τους Μακεδόνες και Έλληνες πολίτες των πόλεων. Ισχυρίζονταν ότι ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του τούς είχαν ήδη αναγνωρίσει αυτήν την ισότητα με τους Μακεδόνες. Αυτός ο ισχυρισμός και μόνον ήταν απολύτως «μια διαστρέβλωση των πραγματικών γεγονότων».  Οι Ιουδαίοι υπήρξαν βεβαίως στις ελληνικές πόλεις μια εξαιρετικά προνομιούχος και κατά κάποιον τρόπο αυτόνομη κάστα, αλλά ουδέποτε πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, όπως τώρα θα επιθυμούσαν. Έναντι αυτής της νέας απαιτήσεως οι αντίπαλοί τους μπορούσαν, πέραν τού ότι αυτή η απαίτηση ήταν ελλιπώς τεκμηριωμένη, να φέρουν στο προσκήνιο μια απόδειξη διαρκή και αποτελεσματική όσον αφορά το εννοιολογικό πλαίσιο της ελληνικής αρχαιότητος. Όποιος δεν συμμετείχε στην επίσημη λατρεία της πόλεως, δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι πολίτης. Για αυτόν τον λόγο ισχυροποιείτο διαρκώς στις ελληνικές πόλεις η απαίτηση εν σχέσει προς τους Ιουδαίους, πως αυτοί έπρεπε να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη λατρεία τους και να λατρέψουν τους θεούς της πόλεως. Αυτή ήταν και η νομική πλευρά του ιουδαϊκού ζητήματος. Επί πλέον ετίθετο το ζήτημα, πως ήδη τότε το ιουδαϊκό στοιχείο είχε αποκτήσει μέχρι ενός βαθμού ισχύ και επιρροή, που δεν εδικαιολογείτο μόνο από τον μεγάλο του πληθυσμό. Με πολύ ιδιαίτερη σαφήνεια έγινε αισθητή η ιουδαϊκή επιρροή στην Αίγυπτο. Ένα απόσπασμα παπύρου του 2ου π.Χ. αιώνος, που διεσώθη τυχαίως, μας γνωστοποιεί την μικροαπάτη ενός Ιουδαίου εμπόρου ίππων με το όνομα Δανοούλος (Δανιήλ). Από τα μέσα αυτού του αιώνος προέρχονται πολυάριθμα θραύσματα πηλού, τα οποία ήταν τα παραστατικά πληρωμής φόρων Ιουδαίων φοροεισπρακτόρων στην πόλη των Θηβών
Γνωστόν είναι περαιτέρω, πως το υψηλό αξίωμα του Αλαβάρχου (αρχιτελώνου)  πολλάκις ησκείτο υπό Ιουδαίων, μεταξύ άλλων και από τον Αλέξανδρο, τον αδελφό του φιλοσόφου Φίλωνος. Τελικώς οι Ιουδαίοι της Αίγυπτου εμφανίζονται να έχουν καταλάβει κατά διαστήματα τον έλεγχο των δασμών και εισφορών που προέκυπταν από την χρήση των πλωτών οδών, καθώς και το μονοπώλιο της εμπορίας παπύρου. 


[Όπως αναφέρει ο Ελβετός ευαγγελικός θεολόγος και καθηγητής Καινής Διαθήκης Adolf Schlatter (1852 - 1938) : «Ο Ποσειδώνιος είχε εκφρασθεί με οργή σχετικά με το μονοπώλιο παπύρου από τους Ιουδαίους»….Αναφέρω τον Ποσειδώνιο, γιατί οι πληροφορίες του εκεί σχετικά με την διαχείριση των κήπων με φοίνικες και βάλσαμο στην κοιλάδα του Ιορδάνη βασίζεται στην αντίληψη, πως οι Ιουδαίοι ήταν οι κύριοι της γης εκεί και ότι η ρωμαϊκή διοίκηση διόλου ελαμβάνετο υπ’ όψιν. … Επί πλέον έχουμε και την αντισημιτική απόχρωση καθώς και τον ζήλο κατά της “ιουδαϊκής πανουργίας”. Το ότι οι τινες, οι οποίοι τυλίγουν με τέχνη τον πάπυρο, είναι Ιουδαίοι δεν αναφέρεται verbis ipsissimis (με αυτά ακριβώς τα λόγια) εκεί, μου φαίνεται όμως εξαιρετικά πιθανόν. Αλλιώς για ποιον λόγο η αγανάκτηση σχετικά με την Ιουδαϊκή εντρέχεια και η εξήγηση πως έχει εισαχθεί από την Παλαιστίνη;»]


Αυτή η έντονη συμμετοχή σε κακεντρεχείς, εκμεταλλευτικές αλλά τόσο επικερδείς οικονομικές επιχειρήσεις, σίγουρα δεν συνέβαλε στην ελάττωση της αντιπαθείας των λαϊκών μαζών κατά των Ιουδαίων. Πολύ περισσότερο εσωρεύετο στην Αίγυπτο και κυρίως στα αστικά στρώματα της πόλεως της Αλεξανδρείας ένα φλογερό μίσος εναντίων των [βλ. Φίλων, Εις Φλάκκον, 5 : «παλαιά και τρόπον τινά γεγενημένη προς Ιουδαίους απέχθεια.» Legatio ad Gaium, 18: «το τυφόμενον εκ μακρών χρόνων μίσος». Ιώσηπος, Κατ’ Απίωνος, 2, 3 : «η απέχθεια αυτών η προς τους συνοικούντας αυτοίς επί της Αλεξανδρείας Ιουδαίους»] και έτσι η Αλεξάνδρεια έγινε πραγματικά ο τόπος γεννήσεως όχι μόνο του θεωρητικού αντισημιτισμού αλλά και του αντισημιτισμού στην πράξη. Αυτό που έλειπε ήταν μόνο μια ασήμαντη πρόκληση που θα μετέτρεπε την σπίθα που σιγόκαιγε σε φουντωμένη φλόγα.
Μια τέτοια αφορμή δόθηκε το καλοκαίρι του έτους 38 μ.Χ., όταν εμφανίστηκε ένας απρόσκλητος επισκέπτης: ο Ιουδαίος βασιλιάς Αγρίππας


Ηρώδης Αγρίππας Α' (10- 44 μ.Χ.) βασίλευσε στην Ιουδαία από το 37 μ.Χ. χάρις στις φιλικές σχέσεις που είχε με τον Καλιγούλα. (Σημ.: Οι Ηρώδηδες θεωρούνται Εδωμίτες, σημιτικός λαός απόγονος του Ησαύ). Η κόρη του Βερενίκη παντρεύτηκε τον Μάρκο, γιο του προαναφερθέντος αλαβάρχη Αλεξάνδρου, αδελφού του Φίλωνος. Οι προ του Καλιγούλα αυτοκράτορες Οκταβιανός και Τιβέριος είχαν αναβαθμίσει με προνόμια την ιουδαϊκή κοινότητα της Αλεξανδρείας. Η αντιπαλότητα μεταξύ ελληνικής και ιουδαϊκής κοινότητος κορυφώθηκε, αλλά λόγω της ισχυρής κεντρικής εξουσίας δεν έβρισκε περιθώρια εκδηλώσεως. Όταν επί Καλιγούλα η κεντρική εξουσία άρχισε να χάνει την παλαιάν ισχύν της, η αντιπαλότητα μπόρεσε να εκδηλωθεί με αφορμή την επίσκεψη του Αγρίππα που αναφέρει ο συγγραφέας. Ο Αγρίππας αφίχθη στην Αλεξάνδρεια το 38 μ.Χ. με εντολή του Καλιγούλα και με κύριο στόχο την παρακολούθηση του επάρχου της Αίγυπτου, του οποίου τις κινήσεις ο Καλιγούλας θεωρούσε ύποπτες. Οι Έλληνες γελοιοποίησαν την μεγαλειώδη υποδοχή που επεφύλαξαν οι Ιουδαίοι στον Αγρίππα και ξέσπασαν άγριες ταραχές. Μετά τις ταραχές αυτές συνεκροτήθη η περίφημη πρεσβεία προς τον Καλιγούλα με εκπροσώπους και από τις δύο κοινότητες, για την οποία ήδη μιλήσαμε. Ηγέτης της ιουδαϊκής κοινότητος ήταν ο Φίλων, ενώ της ελληνικής ο Απίων.]
Αυτός ο άσωτος τυχοδιώκτης αυτοανακηρύχθηκε σε πάτρωνα ακόμη και των εκτός Παλαιστίνης Ιουδαίων. Ούτε και ο ίδιος δεν γνώριζε με ποιον νόμιμο τίτλο θα μπορούσε να καυχηθεί. Η υπεροπτική του εμφάνιση στην Αλεξάνδρεια με μεγάλη ακολουθία σωματοφυλάκων, οι οποίοι έφεραν επίχρυσα και επάργυρα όπλα, πρέπει να αηδίασε τον πληθυσμό της Αλεξανδρείας και να προκάλεσε μάλιστα την μανία της χλεύης. Γιατί από την άλλη πλευρά ήταν και κοινό τοις πάσιν μυστικό, ότι ο κομπορρήμων ήταν «βουτηγμένος στα χρέη» μέχρι τον λαιμό.
Πρώτα έγινε δεκτός στο Γυμνάσιον, τον γνωστό τόπο συνευρέσεως των εχθρών των Ιουδαίων, με παντός είδους χλευασμούς και περιπαικτικά άσματα, κυρίως με πειράγματα από τον μίμο.
Εκεί δόθηκε μια νέα μεγαλειώδης σκωπτική παράσταση: οι αγαπητοί κωμικοί τύποι του «βασιλιά» και  των «Ιουδαίων» συγχωνεύθηκαν στην εικόνα του «βασιλιά των Ιουδαίων»... Την επόμενη οι εξημμένες μάζες έκαναν ένα περαιτέρω βήμα εκφράζοντας την αντιπάθειά τους κατά των Ιουδαίων. Απαίτησαν την ανέγερση ανδριάντων του αυτοκράτορα στις πολυάριθμες ιουδαϊκές προσευχές...


(σελ. 60 επ): Ενώ στην Αλεξάνδρεια η υφισταμένη ένταση μεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων εκδηλωνόταν ακόμη συχνότερα με αιματηρές ταραχές, η μητέρα γη του Ιουδαϊσμού επλήγη από εκείνην την φρικτή καταστροφή, η οποία σφραγίστηκε κατά το έτος 70 μ.Χ. με τον αφανισμό της Ιερουσαλήμ. Μετά από αυτό το γεγονός δεν υπήρχε πλέον ιουδαϊκή λατρεία με βάση τους ιερείς και τον ναό. Από τούδε και στο εξής την απόλυτη κυριαρχία μεταξύ των ομοφύλων κατείχαν οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς.
Η συζήτηση του ιουδαϊκού ζητήματος επί τη βάσει γραπτών κειμένων εν τω μεταξύ συνεχίστηκε. Μετά τον Απίωνα τον λόγο σε θέματα αντισημιτικής θεωρίας έλαβε πρώτα, ο παιδαγωγός του Νέρωνος, Χαιρήμων (στωϊκός φιλόσοφος και ιστορικός), ο οποίος διηύθυνε το Μουσείο της Αλεξανδρείας και ταυτοχρόνως ήταν κάτοχος αιγυπτιακού ιερατικού αξιώματος. Στην ιστορία της Αιγύπτου που συνέγραψε, έδωσε μια παρουσίαση της Εξόδου από την Αίγυπτο, η οποία διαφέρει από εκείνην του Μανέθωνος μόνον κατά τα ονόματα και τους αριθμούς, ενώ κατά τα άλλα αποπνέει το ίδιο απολύτως πνεύμα. Πολύ σπουδαιότερο είναι, ό, τι προβάλλει ο Τάκιτος στην ήδη αναφερθείσα παρέκβαση των Ιστοριών του  κατά των Ιουδαίων. Σε μορφή καυστικά οξυμένη και ενίοτε κορυφωμένη μέχρι πανηγυρικού τόνου συνοψίζονται εδώ όλα όσα είχε βρει ο αρχαίος κόσμος να εκθέσει εναντίον αυτού του «βδελυροτάτου γένους».  Μετά από μια επισκόπηση περί της καταγωγής των Ιουδαίων, ο Τάκιτος αριθμεί τα παράξενα ήθη και έθιμά τους, ακόμη και αυτά που από το έτος 70 ανήκαν στην ιστορία. Στον βαθμό που είναι δυνατόν, προσπαθεί να τα συνάγει από ασήμαντες περιστάσεις: τον κριό και τον ταύρο τους (κράζουν κατά την γνώμη του, επειδή ο Άμμων και ο Άπις είναι θεοί, ενώ από την βρώση του χοιρινού κρέατος απέχουν εις ανάμνησιν του γεγονότος ότι οι ίδιοι κάποτε έπασχον από ψώρα. Εις ανάμνησιν του λιμού κατά την πορεία στην έρημο τηρούν συχνές νηστείες και ζυμώνουν «ιουδαϊκόν άρτον» δίχως προζύμι. Κάθε εβδόμη ημέρα αργούν, επειδή αυτή η ημέρα είχε δώσει κάποτε ένα τέλος στους κόπους των. Επίσης κάθε έβδομον έτος παρατείνουν την τεμπελιά, επειδή γενικά τους αρέσει να μην κάνουν τίποτα. Τις υπόλοιπες συνήθειές τους, που όμως δεν βρίσκουν καμιά τεκμηρίωση στην ιστορία, ο Τάκιτος τις χαρακτηρίζει ως απαίσιες, αποτρόπαιες και διεστραμμένες. Διαπιστώνει επίσης μιαν εντυπωσιακή αντίθεση μεταξύ του ισχυρού αισθήματος αλληλεγγύης των Ιουδαίων και του εχθρικού μίσους το οποίο τρέφουν έναντι όλων των άλλων ανθρώπων, καθώς και μεταξύ της φοβικής απόστασης που κρατούν έναντι των ξένων και των αισχρών ακολασιών, που τους καταλογίζει αναφορικώς προς τις μεταξύ των σχέσεις. Η περιτομή είναι κατά τον Τάκιτο απλώς ένα μέσον για να αναγνωρίζει κανείς τους Ιουδαίους άνευ αμφιβολίας ως τέτοιους. «Το πρώτο που μαθαίνουν στα παιδιά τους είναι: να περιφρονούν τους θεούς, να αρνούνται την πατρίδα, να αδιαφορούν για γονείς, τέκνα και αδελφούς. Τις ψυχές αυτών που θανατώνονται στην μάχη ή δια εκτελέσεως τις θεωρούν αθάνατες: έτσι εξηγείται η περιφρόνησή τους για τον θάνατο. Ενώ όσον αφορά στα ταφικά έθιμα και την πίστη τους στον κάτω κόσμο ακολουθούν απολύτως το πρότυπο των Αιγυπτίων, οι παραστάσεις των περί θεότητος μακράν απέχουν αυτών. Απορρίπτουν τις απεικονίσεις των θεών καθώς και αυτές των βασιλέων και των αυτοκρατόρων. Ο θεός τους είναι ένα μοναδικό, ύψιστο ον, που μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνον πνευματικώς, δεν είναι απεικονίσιμο και είναι άφθαρτο. Επειδή οι ιερείς τους τραγουδούσαν με συνοδεία αυλών και τυμπάνων και έφερον στεφάνους κισσού, καθώς και επειδή στον ναό τους ευρέθη ένα χρυσό κλήμα, μερικοί εθεώρησαν την λατρεία τους ως λατρεία του Βάκχου. Μακράν της πραγματικότητος! Διότι ο Βάκχος έφερε εορταστικές και πρόσχαρες τελετές, ενώ τα ήθη των Ιουδαίων είναι αφελή και ρυπαρά».


Περίπου δύο δεκαετίες αργότερα ο Ρωμαίος ποιητής Ιουβενάλης αποδίδει, σε μια σάτιρα με θέμα την κακή επιρροή των γονέων στα παιδιά τους, στους Ιουδαίους και σε όσους έχουν προσηλυτισθεί από αυτούς τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
«Υπάρχουν άνθρωποι, που η μοίρα τούς έδωσε πατέρα που πιστεύει στο Σάββατο: δεν λατρεύουν παρά τα σύννεφα και την θεότητα του ουρανού, και θεωρούν το χοιρινό κρέας που δεν έτρωγε ο πατέρας τους τόσο πολύτιμο όσο και το ανθρώπινο. Τελικά τους γίνεται και περιτομή. Έχουν μάθει να περιφρονούν τα ήθη και έθιμα των Ρωμαίων: με όλο και περισσότερη εμβρίθεια μελετούν και με όλο και μεγαλύτερο δέος αντικρίζουν τον ιουδαϊκό νόμο, δηλαδή όλα όσα τους παρέδωσε ο Μωϋσής σε ένα μυστηριώδες βιβλίο: να δείχνουν τον δρόμο μόνο σε ομοθρήσκους και να οδηγούν σε πηγή μόνο περιτμηθέντες. Ο πατέρας τους φταίει για αυτό, ο οποίος κάθε εβδόμη τεμπελιάζει και δε συμμετέχει σε καμιά δραστηριότητα της ζωής».
Ο Τάκιτος και ο Ιουβανάλης μπορούν να ισχύσουν ως τυπικοί εκπρόσωποι της απόψεως περί Ιουδαίων που επικρατούσε στους κύκλους των λογιών της εποχής, Ελλήνων και Ρωμαίων. Και βεβαίως, ακριβώς εκείνη την εποχή ασκούσε ο Ιουδαϊσμός μια τόσο ισχυρή και ευρεία επιρροή όσο ποτέ, ούτε πρωτύτερα ούτε αργότερα. Η Διασπορά είχε φτάσει στην κορύφωσή της και μαζί με αυτήν και η έντονη προπαγάνδα. Πολλοί ειδωλολάτρες, των οποίων τις θρησκευτικές ανάγκες δεν εκάλυπτε πλέον ο πολυθεϊσμός, εστράφησαν προς τον Ιουδαϊσμό και προσηλυτίσθηκαν με την ευρεία ή μη έννοια.  Ένα παράξενο ρήγμα χώριζε τα πνεύματα: ενώ από την μια πλευρά ευρίσκοντο αυτοί που ίσταντο με βαθιά περιφρόνηση έναντι του Ιουδαϊσμού, ο ίδιος ο Ιουδαϊσμός μπορούσε να το αντιλαμβάνεται αυτό με ενθουσιασμό για τις αυξανόμενες επιτυχίες του. Αναβίωναν ακόμη και οι πιο τολμηρές ελπίδες και η στιγμή της πραγματώσεώς των φαινόταν να έχει έλθει, όταν με έναν επικίνδυνο πόλεμο εναντίον των Πάρθων στην μακρινή ανατολή που διεξήγαγε ο αυτοκράτωρ Τραϊανός [εβασίλευσε: 98-117 μ.Χ.] στα τελευταία έτη της βασιλείας του, ετέθη εν αμφιβόλω η συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τώρα επιτέλους θα έπρεπε να επέλθει η από καιρού εκκρεμούσα τιμωρία επί των ειδωλολατρών, και η τελετή φόνου του βιβλίου Εσθήρ, που μέχρι τούδε υπήρχε μόνον στην φαντασία, θα έπαιρνε σάρκα και οστά.  Κατά τα έτη 115 ως 117 μ.Χ. άρχισαν οι Ιουδαίοι σε Αίγυπτο, Κυρήνη και Κύπρο να επιτίθενται και να σφάζουν μαζικά Έλληνες και Ρωμαίους, ενώ ακόμη και στην Μεσοποταμία προέβησαν σε οργισμένη εξέγερση.  Οι μεγαλύτερες φρικαλεότητες αναφέρονται από την Κυρήνη: ότι οι Ιουδαίοι δηλαδή κατέφαγαν τις σάρκες των ατυχών θυμάτων τους, στεφανώθηκαν με τα εντόσθιά τους, αλείφθηκαν με το αίμα τους και χώθηκαν μέσα στα δέρματά τους που είχαν αφαιρεθεί κλπ. Μόνο στην Κυρήνη κατεσφάγησαν 220.000 άνθρωποι, στην Κύπρο μάλιστα 240.000. Συνεπεία αυτών των γεγονότων απαγορεύθηκε στους Ιουδαίους δια παντός και επί ποινή θανάτου η έλευση στο νησί. Ακόμη μάλιστα και στην περίπτωση που κάποιος Ιουδαίος κατέληγε λόγω θυέλλης ναυαγός στο νησί, η ποινή έπρεπε να εκτελεσθεί αμείλικτα. Οι Ιουδαίοι θα έπρεπε να πληρώσουν ακριβά τις ανομολόγητες φαντασιώσεις τους. Η εξέγερσή τους κατεπνίγη σε ποταμούς αίματος. Και δεν ανέμενε καλύτερη τύχη τους ομοφύλους τους στην Παλαιστίνη, όταν οι τελευταίοι εξεγέρθηκαν απελπισμένοι κατά του διαδόχου του Τραϊανού, του Αδριανού (117-138), ο οποίος απαγόρευσε επί ποινή θανάτου την περιτομή ως βαρβαρικό έθιμο, και άρχισε να κτίζει μια νέα ρωμαϊκή πόλη επί των ερειπίων της Ιερουσαλήμ.  Μετά από φονικές μάχες και εμπλοκή όλων των δυνάμεων  κατάφερε ο Αδριανός να κυριαρχήσει μετά από αυτήν την φοβερή εξέγερση (132-135). Η απαγόρευση της περιτομής διατηρήθηκε με όλη την αυστηρότητα, και έτσι η ιουδαϊκή θρησκεία διεγράφη από τον κατάλογο των ανεκτών θρησκειών. Μόνο υπό τον Antoninus Pius (138-161) επετράπη η περιτομή των αγοριών των Ιουδαίων. Κατά τα άλλα η απαγόρευση παρέμεινε εν ισχύι, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον δυνατόν στους Ιουδαίους να συνεχίσουν την προπαγάνδα τους και να προσηλυτίζουν. Οι Ιουδαίοι, ως απεχθής και μισητή τάξη ανθρώπων, η οποία παρά τις διώξεις που υφίστατο κλεινόταν όλο και πιο σταθερά στον εαυτό της και διετηρείτο ανθεκτικά με τον τρόπο της, συνέχισαν να ζουν, και μέσα σε αυτήν την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, παραδόθηκαν από τους αρχαίους στον χριστιανικό πλέον κόσμο του Μεσαίωνος ως κληρονομιά.

* Απάντηση στις δηλώσεις Boyd εξέδωσε με ανακοίνωσή του το Γραφείο επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς. Βλέπε εδώ.

ΥΓ. Σχετικά με τον αντισημιτισμό στην αρχαιότητα υπάρχει εκτενές άρθρο στο ιστολόγιο «Αγάπη για την Σιών»

Οι απόψεις του ιστολογίου δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το περιεχόμενο του άρθρου



Κοινοποιήστε το:

 
Copyright © ANTIZITRO. Designed by OddThemes