Σχετικά με το «ΟΧΙ» του Μεταξά στους τοκογλύφους...


Κατά καιρούς και ειδικότερα την πρώτη περίοδο μετά τις γνωστές δηλώσεις Παπανδρέου στο Καστελόριζο που συμπεριλάμβανε την άνευ όρων παράδοση της χώρας στο ΔΝΤ και σε λοιπούς «δανειστές», μέσω του πρώτου μνημονίου, κυκλοφόρησε ευρέως η ιστορία της παύσης πληρωμών προς τους δανειστές από το «καθεστώς» της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά. 

Δημοφιλείς έχουν γίνει κυρίως στο διαδίκτυο διάφορες ιστορικές (και παρα-ιστορικές) αναρτήσεις για το εξωτερικό χρέος. Σύντομα δημιουργήθηκαν δύο μεγάλες «αντίπαλες» τάσεις:

α) Οι «πατριώτες», υποστηρικτές του Μεταξά και ο ευρύτερος εθνικιστικός χώρος που διαδίδοντας κυρίως μέσω του διαδικτύου την ιστορική αυτή πτυχή, κατάφερε και πέρασε εύκολα το «πιασάρικο» αυτό θέμα στα έντυπα μέσα, στα τηλεοπτικά κανάλια κ.λπ.[1] Ακόμη και σε ψηφίσματα «αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος μπορούσε να το συναντήσει κανείς.



β) Το «δημοκρατικό τόξο», ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός και όλα τα συστημικά ΜΜΕ, βλέποντας με τρόμο την ραγδαία άνοδο του εθνικιστικού κινήματος της Χρυσής Αυγής, έσπευσαν να διατυμπανίσουν με σοβαροφανή άρθρα[2], ότι πρόκειται για έναν ακόμη «μύθο» περί του μεταξικού «καθεστώτος».



Τελικά ποια είναι η πραγματικότητα; Πρόκειται για αλήθεια… ή για μύθο;

Η υπόθεση του σιδηροδρομικού δανείου το 1925


Το 1925 το Ελληνικό Κράτος είχε συνάψει συμφωνία με τη Βελγική Societe Commerciale de Belgique (Socobelge) για την κατασκευή σιδηροδρομικών έργων. Η συμφωνία επικυρώθηκε με νόμο της 06.10.1925 (ΦΕΚ 294 A' / 08.10.1925), επί πρωθυπουργίας Θεόδωρου Πάγκαλου, στενού συνεργάτη του ένθερμου υποστηρικτή και υπηρέτη των Δυτικών, Ελευθερίου Βενιζέλου. H αξία του έργου εκτιμήθηκε αρχικά περίπου στα 21 εκατομ. δολάρια ΗΠΑ. Η πληρωμή θα γινόταν σε χρυσό, με χρήματα που θα δάνειζε η εταιρεία στο Ελληνικό Κράτος.



Ιδιαίτερο ρόλο στα οικονομικά θέματα του κράτους έπαιξε τότε ο Πανεπιστημιακός και Τραπεζίτης Κυριάκος Βαρβαρέσος. Το 1931 η Μεγάλη Βρετανία εγκατέλειψε το χρυσό κανόνα και υποτίμησε τη στερλίνα, ο Βαρβαρέσος, που ήταν στο Λονδίνο, πήρε θέση προτείνοντας να εγκαταλειφθεί η «μάχη της δραχμής» και να απομακρυνθεί η χώρα από τη χρυσή βάση. Όμως, η γνώμη του δεν εισακούσθηκε, με αποτέλεσμα την έξαρση των οικονομικών προβλημάτων. Λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης η Ελλάδα βρέθηκε υπό πίεση, καθώς μειώθηκαν δραστικά οι εξαγωγές της, όπως επίσης και τα εμβάσματα από τους Έλληνες της Αμερικής. Επιδεινώθηκε το εξωτερικό ισοζύγιο συναλλαγών, που ασκούσε αφόρητες πιέσεις στην δραχμή. Το 1932 καλείται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει το Υπουργείο Οικονομικών, που διατήρησε και στην Κυβέρνηση Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, που ακολούθησε, αλλά και στη νέα κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, πήρε σειρά μέτρων, όπως την εγκατάλειψη του χρυσού κανόνα, την υποτίμηση της δραχμής, τη δραχμοποίηση των σε χρυσό και συνάλλαγμα εσωτερικών αξιώσεων και οφειλών, τη διαρρύθμιση του εξωτερικού δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, που απετέλεσαν τη βάση της οικονομικής πολιτικής της χώρας μέχρι το 1941. Το 1933 διορίσθηκε Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και το 1939 Διοικητής της.[3]



Την οικονομική πολιτική της χώρας δηλαδή, όπως και σήμερα, δεν την αναλάμβαναν πολιτικοί, αλλά άνθρωποι των τραπεζών… «τεχνοκράτες», οι οποίοι παρέμεναν στις θέσεις τους, αλλά και προάγονταν, ανεξάρτητα από τις δήθεν ιδεολογικές διαφορές των κυβερνώντων πολιτικών σχημάτων. Και τότε και σήμερα λοιπόν, όλοι δούλευαν για τα ίδια αφεντικά.

Το 1932, όπως είδαμε και παραπάνω, λόγω οικονομικής κρίσης το Ελληνικό Κράτος εγκατέλειψε τον "χρυσούν κανόνα" και ανέστειλε την πληρωμή του δανείου. Ήταν η περίοδος όπου πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, και υπουργός οικονομικών ο κ. Βαρβαρέσος που κήρυττε την 4η πτώχευση της Ελλάδας συν τοις άλλοις με τα παρακάτω λόγια: «Σήμερον ευρίσκομαι ομολογώ εις εξαιρετικά δυσάρεστον θέσιν εισηγούμενος ενώπιον υμών την εγκατάλειψιν ...του χρυσού κανόνος, του χρυσού συναλλάγματος. Όπως υπηνίχθη ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως, δεν πρόκειται περί μέτρου το οποίον απορρέει εξ ελευθέρας κρίσεως της κυβερνήσεως ...είναι μέτρον επιβληθέν εκ καταστάσεως ανάγκης αναποτρέπτου»[4]. Η απόφαση της στάσης πληρωμών έγινε με τη συναίνεση με τα άλλα αστικά κόμματα.[5]

Οι υποστηρικτές του «δημοκρατικού τόξου» στην προσπάθεια να απαξιώσουν και να υποβαθμίσουν το εγχείρημα και γενικότερα το όλο έργο της κυβέρνησης Μεταξά, σημειώνουν ότι «μέχρι τη δικτατορία οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις διαπραγματεύονταν με τους δανειστές του κράτους για κάποιο συμβιβασμό. Είχαν γίνει ως τότε διάφορες συμφωνίες για την καταβολή μέρους των τόκων (γύρω στο 30-35%)». Μάλιστα ισχυρίζονται ότι «αυτό θεωρούνταν ‘κόκκινη γραμμή’ από όλους τους ηγέτες των αστικών κομμάτων για τις αντοχές της Ελλάδας. Μερικοί μάλιστα θεωρούσαν ότι το ποσό αυτό έπρεπε να είναι αρκετά μικρότερο, για να μη διακυβεύονται στοιχειώδεις κρατικές λειτουργίες (τα τοκοχρεολύσια[6] της περιόδου πλησίαζαν το 40% των κρατικών εσόδων). Ο ‘πατριώτης’ Μεταξάς, σ΄ αντίθεση με τους άλλους ‘προδότες’, ανέβασε το ποσό καταρχήν στο 40% και λίγο αργότερα στο 43%».[7]

Αυτό που μας λένε όμως είναι μισές αλήθειες! Η πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική. Ο Βενιζέλος αρέσκονταν να χειρίζεται ο ίδιος όλα τα θέματα της Ελλάδος, μιας χώρας που δανειζόταν αλόγιστα διογκώνοντας το εξωτερικό της χρέος. Εκτελούσε δηλαδή πειθήνια τις εντολές των αφεντικών του. Συγκεκριμένα το εξωτερικό χρέος την τετραετία 1928-1932 αυξήθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές στα 32,7 δισεκατομμύρια. Επίσης αλόγιστη ήταν η επιμονή του να δώσει την «μάχη της δραχμής», προσπαθώντας μέχρι και την ύστατη στιγμή να βρει δανειοδότες. Από το 1924 μέχρι το 1930 εισέρρευσαν στην Ελλάδα 1.160.000 χρυσά φράγκα, εκ των οποίων το 78% ήταν δάνεια. Την περίοδο 1924-1931 συνομολογήθηκαν εννιά εξωτερικά δάνεια, συνολικά 992.000.000 χρυσά φράγκα ή 14.900.000.000 δραχμές. Τα δάνεια αυτά προήλθαν από την Μεγάλη Βρετανία κατά 48%, τις ΗΠΑ κατά 31% και τα υπόλοιπα σε μικρότερα ποσοστά από το Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ελβετία, την Αίγυπτο και την Ιταλία.[8] Η εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους (δημόσιου και ιδιωτικού) είχε φτάσει το 1932 να απορροφά το 81,08% των ελληνικών συναλλαγματικών εισπράξεων.[9]



Και τα δύο μεγάλα κόμματα της εποχής (το Λαϊκό Κόμμα του Τσαλδάρη και το Κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου) πίστευαν περισσότερο στην ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, παρά στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής και στο σχεδιασμό της οικονομίας. Η αδυναμία της κυβέρνησης Τσαλδάρη να αναλάβει μια περισσότερο δραστήρια διαχείριση της οικονομίας ενίσχυσε την κοινωνική αναταραχή και οδήγησε στην εκπνοή της όποιας προσωρινής οικονομικής ανάκαμψης. Η σοβαρή αναντιστοιχία στους οικονομικούς δείκτες και τους μισθούς των εργαζομένων προκάλεσε σοβαρές κοινωνικές αναταραχές. Οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στα ευρωπαϊκά κράτη ήταν η ανάδειξη ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η Ελλάδα δεν ξέφυγε από τον κανόνα, και το 1936 με την ανοχή του παλατιού αρχίζει η δικτατορία του Ι. Μεταξά.[10]

Η φιλομεταξική πλευρά με πρωτεργάτη το “PRO NEWS” γράφουν με περίσσιο στόμφο ότι «τον Απρίλιο του 1932 όταν η Ελλάδα κήρυττε ανεξέλεγκτη πτώχευση με την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών Γεωργίου Μαρή, για να περιδινηθεί έκτοτε στην εναλλαγή σειράς κυβερνήσεων, που τελικά, δεν κατάφεραν να βρουν βιώσιμη λύση στο ζήτημα του χρέους»…[11], μόνο που ο Γιώργιος Μαρής δεν υπήρξε ποτέ υπουργός οικονομικών κι ούτε και παραιτήθηκε εφόσον δεν υπήρχε καν στην κυβέρνηση του 1932.[12]

Η μετάβαση από το κοινοβουλευτικό στο δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν συνοδεύτηκε από αλλαγή στην οικονομική πολιτική. Αυτή συνεχίστηκε χωρίς ουσιαστικές αλλαγές σε θεσμούς, ιδρύματα, ακόμα και πρόσωπα.[13] Δύο εβδομάδες μετά την επικράτηση του Κινήματος της 4ης Αυγούστου, στις 20 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός επιβάλλει να καταβάλει η χώρα το 40% για το έτος '35-'36 και το 40% για το έτος '36-'37.

Ο Ι. Μεταξάς ανακοίνωσε τη συμφωνία στον Βασιλέα Γεώργιο, παρόντος του βασιλέως της Αγγλίας Εδουάρδου H'. Λίγους μήνες αργότερα, όμως, την άνοιξη του 1937, το Συμβούλιο των Ομολογιούχων, μέσω της βρετανικής κυβέρνησης, ζητεί εκ νέου από την ελληνική κυβέρνηση το ποσοστό αυτό να ανέλθει στο 50% και ο Ι. Μεταξάς  σύμφωνα με το «έγκριτο» “PRO NEWS” απλά «τους έστειλε στο διάολο»[14].



Σε ό,τι αφορά στην υπόθεση του σιδηροδρομικού δανείου του 1925, οι δύο πλευρές προσέφυγαν σε διεθνή διαιτησία. Στις 25 Ιουλ. 1936 η Επιτροπή Διαιτησίας εξέδωσε απόφαση σύμφωνα με την οποία το χρέος του Ελληνικού Κράτους ήταν 6.771.868 χρυσά δολάρια (1,15 δις 85 εκατ. δολ.) με επιτόκιο 5%. Ωστόσο το Ελληνικό Κράτος δεν προχώρησε στην πληρωμή των δόσεων του δανείου, ενώ ανακοίνωσε ότι δεν θα πλήρωνε σε χρυσό. Η βελγική εταιρεία ζήτησε να υπάρξει εξαίρεση λέγοντας ότι το οφειλόμενο χρέος ήταν εμπορικό και επομένως δεν ανήκε στο ελληνικό εξωτερικό χρέος.[15]

Από το Δεκέμβριο του 1936 άρχισε μια σειρά άκαρπων διαπραγματεύσεων και το 1937 η υπόθεση πέρασε από τη βελγική εταιρεία στην βελγική κυβέρνηση. Η τελευταία προσέφυγε μονομερώς στο Μόνιμο Διεθνές Δικαστήριο στις 04.05.1938, με το αίτημα να αναγνωριστεί ότι η Ελλάδα παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο. Στη διάρκεια της διαδικασίας η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε την ύπαρξη του χρέους, αλλά υποστήριξε ότι λόγω οικονομικών δυσκολιών (ανωτέρα βία - force majeure) δεν μπορεί να το πληρώσει, επισημαίνοντας ότι η εξυπηρέτηση του χρέους υπό αυτές τις συνθήκες, χωρίς καμία προσαρμογή, θα έθετε σε κίνδυνο τις βασικές λειτουργίες του κράτους και τη δημόσια ασφάλεια.[16]

Μετά από διαδικασία περίπου δύο μηνών κατά την οποία η Ελληνική Κυβέρνηση επέμενε στις θέσεις της (α) υπογράμμισε τη βούλησή της να διαπραγματευτεί με την εταιρεία και να μεριμνήσει για την ικανοποίηση των οφειλών αλλά πάντοτε εντός των ορίων της ικανότητας πληρωμής της, β) παράλληλα στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να μπορέσει να εκμαιεύσει από το Διεθνές Δικαστήριο το «δεδικασμένο» για την χρήση του σε παρόμοιες υποθέσεις και γ) το επιχείρημα της ίσης μεταχείρισης, καθόσον η αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους αποτελούσε «δίκαιη και ισότιμη βάση» για τον διακανονισμό ολόκληρου του ελληνικού χρέους, συμπεριλαμβανομένων και των διαιτητικών οφειλών-αποζημειώσεων), η Βελγική Κυβέρνηση δήλωσε ότι λαμβάνει υπόψη της την βούληση της Ελλάδος να πληρώσει, καθώς και την παραδοσιακή φιλία μεταξύ των δύο χωρών, αλλά κι ότι η Ελλάδα στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί αφερέγγυα. Κατόπιν αυτού το Δικαστήριο, την 15 Ιουνίου 1939, απέρριψε το αίτημα του Βελγίου και παρέπεμψε την Ελλάδα και τη Βελγική Εταιρεία στην προηγούμενη απόφαση της Διαιτησίας του 1936.[17]


Το Δικαστήριο έκρινε ότι και οι δύο οφειλές ήταν οριστικές και υποχρεωτικές: δεν μπορούσε όμως «ούτε να επιβεβαιώσει, ούτε να ακυρώσει [τις αποφάσεις] είτε εν συνόλω, είτε εν μέρει»[18]. Υπενθύμισε στους διαδίκους ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις των δύο μερών, η ικανότητα πληρωμής της Ελλάδος ήταν εκτός πεδίου εφαρμογής της διαδικασίας.[19] Ως εκ τούτου, δεν ήταν αρμόδιο να αξιολογήσει την ελληνική ικανότητα πληρωμής.[20] Ωστόσο παρέλειψε να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση γιατί τα μέρη συμφώνησαν με αυτόν τον περιορισμό δικαιοδοσίας.[21]

Ξεκαθάρισε επίσης ότι δεν μπορούσε ούτε να υποχρεώσει την βελγική κυβέρνηση να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την ικανότητα πληρωμής της Ελλάδος, ούτε να υποδείξει τις βάσεις για τέτοιου είδους εθελοντικών ρυθμίσεων αναδιάρθρωσης. Οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης χρέους εξαρτιόνταν αποκλειστικά από την «καλή βούληση» του Βελγίου. Η ανωτέρα βία (force majeure) θα μπορούσε καταρχήν να δικαιολογήσει την πληρωμή οικονομικών υποχρεώσεων καθ’ όλη τη διάρκεια της ανωτέρας βίας.[22]

Υπάρχουν περιορισμοί στην ικανότητα πληρωμής ενός κράτους και το διεθνές δίκαιο λαμβάνει υπόψη τα όρια αυτά, τουλάχιστον σε ακραίες περιπτώσεις.[23] Αλλά το κράτος δεν είναι ο μόνος κριτής της φερεγγυότητάς του.[24]
Το δεδικασμένο αποτέλεσμα της απόφασής του δεν αποκλείει τη λήψη μεταγενέστερων ρυθμίσεων λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ελληνική ικανότητα πληρωμής.[25]

Ενώ το δικαστήριο έκρινε αναμφισβήτητα ότι δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει την ένσταση της Ελλάδας ως προς την αδυναμία πληρωμής, και ως εκ τούτου να δηλώσει ότι η ανωτέρα βία δικαιολογούσε τη μη εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων, εντούτοις επεσήμανε ότι ακόμη και αν δεχθεί την δικαιοδοσία της, θα πρέπει να ελέγξει και όχι απλά να υποθέσει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση πραγματικής οικονομικής δυσπραγίας. Προκειμένου το δικαστήριο να εκδώσει πιο σαφή απόφαση σχετικά με το αν η οικονομική αναγκαιότητα δικαιολογούσε τη μη εκτέλεση των πληρωμών, θα έπρεπε προηγουμένως να γίνει μια λεπτομερή εξέταση των πραγματικών περιστάσεων κατά πόσον η επιβολή των αποφάσεων θα επιδείνωνε τη θέση της Ελλάδος.[26]

Ωστόσο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν διέθετε νομική βάση για να υποτάξει την πληρωμή χρηματικών υποχρεώσεων σε αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αποφάσεις της διαιτησίας δεν εξέτασαν μια τέτοια δυνατότητα. Το δικαστήριο έκρινε το αίτημα της εταιρείας αποκλειστικά βάσει των διαιτητικών αποφάσεων, χωρίς αναφορά σε γενικότερες αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Επίσης το δικαστήριο σημείωσε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να συνδέσει τις πληρωμές των αποφάσεων με την παραίτηση των εταιρικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στις αποφάσεις διαιτησίας.[27]

Μετά τον Β' ΠΠ, και ενώ μέρος της βοήθειας του Σχεδίου Μάρσαλ δινόταν στην Ελλάδα μέσω Βελγικών Τραπεζών, η Socobelge τον Δεκέμβριο του 1950 επιχείρησε και πάλι να διεκδικήσει ποσά αυτής της βοήθειας, αίτημα στο οποίο αρχικά συναίνεσε η Βελγική Κυβέρνηση. Με την παρέμβαση των ΗΠΑ το Βέλγιο πείσθηκε να παραπέμψει την εταιρεία σε φιλικό διακανονισμό με την Ελλάδα.[28]




Συνοψίζοντας


Η κυβέρνηση Μεταξά, όντως δεν πήγε στο δικαστήριο ως «τζαμπατζής». Αρνήθηκε να καταβάλει άμεσα στην Société commercial de Belgique τα 6.771.868 χρυσά δολάρια συν τους τόκους, λόγω των δημοσιονομικών και νομισματικών συνθηκών, οι οποίες καθιστούσαν ουσιαστικά αδύνατη την εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων.

Η ουσία είναι ότι η κυβέρνηση Μεταξά βάζοντας σε προτεραιότητα το συμφέρον του ελληνικού λαού, δεν κατέφυγε σε μέτρα που θα τον επιβάρυναν και εξαθλίωναν για να εξυπηρετήσει τα οφέλη της βελγικής εταιρείας. Αρνήθηκε να πληρώσει την δεδομένη στιγμή και με τις δεδομένες συνθήκες όλο το ποσό, καταφέρνοντας κατά την διάρκεια της δίκης αυτό που καταγράφηκε στα πρακτικά και αναφέρεται στα άρθρα 50 και 72.

Το Δικαστήριο, κρατώντας ίσες αποστάσεις, δήλωσε ότι «…σύμφωνα με την καταγεγραμμένη στα πρακτικά δήλωση του εκπροσώπου της βελγικής πλευράς, η Βελγική Κυβέρνηση θα πρέπει να ασχοληθεί με το θέμα των πληρωμών, λαμβάνοντας υπόψιν τα νόμιμα συμφέροντα της Εταιρείας, συνυπολογίζοντας την ικανότητα της Ελλάδος να πληρώσει και την παραδοσιακή φιλία μεταξύ των δύο χωρών», τονίζοντας ότι η δήλωση αυτή, είναι κατά γενικό τρόπο, σύμφωνη με τα ελληνικά αιτήματα.

Οπότε, το Βέλγιο δικαιώθηκε μεν ως προς το αίτημά του περί παραβιάσεως από μέρους της Ελλάδος των διεθνών της υποχρεώσεων, αλλά το αίτημά του να υποχρεωθεί η Ελληνική Κυβέρνηση από το Διεθνές Δικαστήριο στην καταβολή προς όφελος της βελγικής εταιρείας Société commercial de Belgique, των ποσών που οφείλονται, απορρίφθηκε.[29]

Αν και οι υποστηρικτές του «δημοκρατικού τόξου» προσπάθησαν και προσπαθούν να υποβαθμίσουν τον χειρισμό της υπόθεσης από την κυβέρνηση Μεταξά, θα πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για πράξη μεγίστου εθνικού συμφέροντος.

Εν κατακλείδι, οι κυβερνόντες οι οποίοι ανέλαβαν τα ινία της Ελλάδος από το θάνατο του Ι. Καποδίστρια έως και σήμερα, λειτουργούσαν και λειτουργούν για λογαριασμό και προς συμφέρον διεθνών τραπεζιτών/τοκογλύφων. Κατά συνέπεια, είναι μάλλον λάθος, εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, να πολωνόμαστε σε παρατάξεις ως προς την πολιτική αναθεώρηση του παρελθόντος. Η αλήθεια βρίσκεται πάντα κάπου στη μέση και πάντα προσεκτικά κεκαλυμμένη.



[3] Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Συνέδρια – Συμπόσια – Εκδηλώσεις, «Ημερίδα Αφιερωμένη στη μνήμη του Κυριάκου Βαρβαρέσου (1884-1957)».
[6] Με τον όρο τοκοχρεολύσιο, (ή τοκοχρεωλύσιο), χαρακτηρίζεται μία από τις καθορισμένες εκ των προτέρων δόσεις για την τμηματική απόσβεση εντόκου δανείου.
[8] Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, επιμ.. «Ο αντίκτυπος της διεθνούς κρίσης στην κοινωνία και οικονομία.». Ιστορία Του Νεότερου Και Του Σύγχρονου Κόσμου (από το 1815 έως σήμερα) Γ΄ Τάξη ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ και Δ΄ Τάξη ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ (Β΄ 2008 έκδοση). Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, σελ. 106-107.
[10] Ό.π.
[12] Ο Γεώργιος Μαρής εξελέγη βουλευτής Ηρακλείου το 1920 και το 1923, κατόπιν το 1926 με το Κόμμα των Εθνικών Φιλελευθέρων και το 1928, το 1932 και το 1933 με το Κόμμα Φιλελευθέρων. Το 1924 έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Παπαναστασίου, αναλαμβάνοντας το Υπουργείο Εννόμου Τάξεως. Το 1925 επί δικτατορίας Παγκάλου έγινε υπουργός Δικαιοσύνης. Το 1928 διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη. Βλέπε και Βουλή των Ελλήνων, «Μητρώο Πληρεξουσίων,Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822 – 1935», Αθήνα, 1986.
[13] Δεμαθάς Ζ., «Η εξέλιξη βασικών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας. 1935 – 1939» σε Πρακτικά του Διεθνούς Ιστορικού Συνεδρίου. Η Ελλάδα 1936 – 44: Δικτατορία – Κατοχή – Αντίσταση. Επιστ. Επιμ. Χ. Φλάισερ και Ν. Σβορώνος, Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα 1989, σ. 148; Κοντού Γεωργία, «Η πολιτική και κοινωνική ιδεολογία της 4ης Αυγούστου και ο Τρόπος με τον οποίο αυτή επηρέασε την Εκπαίδευση και τη Νεολαία (Ε.Ο.Ν.)», Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Διδακτορική Διατριβή, Ιωάννινα 2013, σελ. 56.
[15] Waibel Michael, “Sovereign Defaults before InternationalCourts and Tribunals”, Cambridge University Press, 2011, σελ. 94.
[16] Ago R., “Addendum to the Eighth Report on State Responsibility”, YBILC, 2(1) 1980, 25; Watrin G., “Essai de construction d’un contentieux international des dettes publiques", Paris: Librairie du Recueil Sirey, 1929, σελ. 206.
[17] PCIJ, Series A.IB., Judgments, Orders and Advisory Opinions, Fascicule No. 78, The “Société Commerciale de Belgique”, Leyden A. W. Sijthoff’s Publishing Company, 15 June 1939.
[18] Socobelge (Belgium v Greece), σελ. 174.
[19] ό.π., σελ. 177; Szodruch A., “State insolvency: consequences and obligations under investment treaties”, in Hofmann R (ed.), The International Convention for the Settlement of Investment Disputes (ICSID): Taking Stock after 40 Years, Nomos, Baden Baden, 2007, σελ. 321.
[20] PCIJ, Series A.IB., Judgments, Orders and Advisory Opinions, Fascicule No. 78, The “Société Commercialede Belgique”, Leyden A. W. Sijthoff’s Publishing Company, 15 June 1939, σελ. 21.
[21] Ό.π., βλέπε την ένσταση του δικαστή van Eysinga, σελ. 25f; Reinisch A., “State Responsibility for Debt”, Boehlau, Βιέννη, 1995, σελ. 16 και 71.
[22] Leyendecker L., “Auslandsverschuldung und Völkerrecht”, Peter Lang, Frankfurt am Main, 1988, σελ. 216; Kämmerer J. A., “Der Staatsbankrott aus völkerrechtlicher Sicht”, ZaöRV, 2005, σελ. 65-76; Pfeiffer, T., “Zahlungskrisen ausländischer Staaten im deutschen und internationalen Rechtverkehr”, Zeitschrift für Vergleichende Rechtswissenschaften, 102, 2003, σελ. 141-194; Szodruch A., “Staateninsolvenz und private Gläubiger”, Berliner Wissenschaftsverlag, Berlin, 2008, σελ. 321.
[23] Γαλλική Εταιρεία των Σιδηροδρόμων της Βενεζουέλας; Ρωσική υπόθεση αποζημιώσεων.
[24] Watrin, “Essai de construction", σελ. 208 (‘Appeler un juge à trancher de telles questions, c’est diminuer la dangereuse notion de souveraineté pour la soumettre au Droit’).
[25] Socobelge (Belgium v Greece), σελ 178.
[26] Ό.π., σελ. 178.
[27] Waibel Michael, “Sovereign Defaults before InternationalCourts and Tribunals”, Cambridge University Press, 2011, σελ. 96.
[28] Ό.π., σελ. 97.




Συνδεθείτε στη σελίδα μας στο Facebook, Twitter και Linkedin


Οι απόψεις του ιστολογίου δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το περιεχόμενο του άρθρου


Κοινοποιήστε το:

 
Copyright © ANTIZITRO. Designed by OddThemes