Δάνειο: Η πράξης εκχώρησης αντικειμένου από άτομο σε άτομο (δανειστής – δανειζόμενος) με την υποχρέωση επιστροφής του προς τον αρχικώς δανείζοντα. Αυτή είναι η βασική έννοια του όρου «δάνειο». Στην πορεία του χρόνου βέβαια έχει αλλάξει και το αντικείμενο του δανεισμού αλλά και ο τρόπος όπως και τα οφέλη (εκατέρωθεν). Οι μεταβολές που έχει υποστεί η βασική αυτή έννοια είναι βαθύτατες.
Του Λευτέρη Γκίνη
Το «δάνειο» (υπό την έννοια του αντικειμένου) έχει αλλάξει πρόσωπο και είδος, έπαψε να είναι κάποιο φυσικό αντικείμενο και έγινε μία γενικότης. Μέσα της περιέλαβε πλέον την πράξη της μεταβίβασης μιάς άϋλης αξίας για χρήση από τον δανειζόμενο.
Εδώ ξεχάσαμε να αναφέρουμε ότι κατά την ενεχυρίαση του «δανείου» συνεφωνείτο και ο τόκος με βάση κάποιο κοινά συμπεφωνημένο επιτόκιο, επίσης συνεφωνείτο και ο τρόπος της επιστροφής του «δανείου» από τον δανειζόμενο στον δανειστή. Συνήθως και για λόγους ευόδωσης της πράξης του δανεισμού το επιτόκιο με βάση το οποίο καθορίζετο ο τόκος (το κέρδος του δανειστή) καθορίζετο με βάση την γενικότερη περιρρέουσα εμπορική ατμόσφαιρα και υγεία.
Παρεκτροπές του τελευταίου κανόνα ήσαν η καθημερινότητα στην πράξη, δηλαδή δεν ελαμβάνετο υπ’ όψιν η «υγεία» του δανείου και κατ’ επέκταση και του δανειζόμενου αλλά μόνο η οικονομική ωφέλεια του δανειστή. Αυτή η λογική τελικά έχει επικρατήσει μέχρι και σήμερα, έχοντας εκτροχιάσει την αρχική έννοια της σχέσης δανειστή – δανειζόμενου.
Γλύφω (σμιλεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή το μάρμαρο) και δημιουργώ ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα για τον εαυτό μου ή και για άλλους.
Τόκος είναι η γέννηση κέρδους (οικονομικού) από μία άϋλη αξία ελεύθερα καθοριζόμενος από την θέληση του δανειστή.
Αυτός που επεξεργάζεται (διαμορφώνει) το κέρδος από τον δανεισμό της άϋλης αξίας (κυρίως κατά το δοκούν) λέγεται «τοκογλύφος».
Είναι δηλαδή ο δανειστής που αυξάνει ή μειώνει τον τόκο κατά το συμφέρον του, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το όφελος του δανειστή, δηλαδή την τελική υγεία του δανείου.
Στον ηθικό χώρο η πράξης της επιβολής κέρδους στο δάνειο δεν υπεισέρχεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, δεν νοείται η έννοια της λήψης τόκου από το δάνειο, εξ’ άλλου υπάρχει και η Θεϊκή ρήση «δωρεάν ελάβατε δωρεάν δώτε υμίν», άρα η έννοια του τόκου δεν υφίσταται σε μία «ηθική» κοινωνία.
Άϋλη αξία καλούμε εκείνη την αξία που δεν ανταποκρίνεται (βλέπει) κάποιο υλικό αγαθό ή αντικείμενο του ορατού κόσμου, είναι η αξία που προέρχεται μετά από κοινή συμφωνία τουλάχιστον δύο μερών (κοινωνικών εταίρων) και αφορά καταστάσεις μη τεχνικώς μετρήσιμες ή φυσικά αξιολογούμενες. Δυστυχώς και αυτές οι καταστάσεις (διότι περί τέτοιων πρόκειται) σήμερα αποκτούν αξία προκειμένου να εκμεταλλευθούν οι τοκογλύφοι των δανειζόμενο.
Το «χρήμα» αυτό που χρησιμοποιούμε σήμερα για τις συναλλαγές μας, είναι τελικά μία άϋλη κατάσταση. Η οποία φαινομενικά έχει υλική αξία αφού σαν τέτοια την έχουν «περάσει» στον κόσμο οι δημιουργοί της, αλλά πρακτικά και ουσιαστικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα πολύχρωμο χαρτί (ειδικής κατασκευής) πραγματικής αξίας όχι περισσότερο από ελάχιστα εκατοστά του εκατοστού της πραγματικής (υλικής) αξίας μιάς οικονομίας.
Η αξία του λαμβάνεται όταν από κοινού «εκδότης» και «χρήστης» συμφωνήσουν και καταλήξουν ότι η αναγραφόμενη αξία (σε αριθμούς) θα αντιπροσωπεύει την αντίστοιχη αξία σε στοιχεία της οικονομίας της εν λόγω κοινωνίας.
Με απλά Ελληνικά λοιπόν δεχόμαστε (εμείς οι χρήστες) ότι ο εκδίδων το «νόμισμα» αναλαμβάνει την αντιπροσώπευση του σε υλικές αξίες των στοιχείων της οικονομίας μας. Με αυτό τον τρόπο ο εκδίδων το «νόμισμα» μετατρέπει μία άϋλη αξία σε υλική, και την διαχειρίζεται αναλόγως.
Ας δούμε όμως τώρα από κοντά (πολύ κοντά), το γιατί και το πώς της έκδοσης και διαχείρισης του χρήματος. Τα πρόσωπα δηλαδή που απαρτίζουν αυτές τις ομάδες πρωτογενούς διαχείρισης του.
Υπό την κλασική έννοια του όρου της διαχείρισης, αυτή έπρεπε να βρίσκεται στα «χέρια» των οργάνων της κοινότητας η οποία και το εκδίδει, εξ άλλου το χρήμα το οποίον όπως προείπαμε αντιπροσωπεύει την υλική αξία της κοινωνίας είναι και το κατ’ εξοχή εργαλείο της οικονομικής διαχείρισης της κοινωνίας αυτής. Αφορά τις κοινωνικές αξίες της και σαν τέτοιο δεν νοείται η παράδοση της έκδοσης σε άλλα (ιδιωτικά) χέρια.
Σκεφθείτε το εξής απλό, εγώ έχω τις υλικές αξίες, αλλά την έκδοση και διαχείριση της άϋλης (κυκλοφορούσας) αξίας την απεμπολώ και εγκρίνω την παράδοσή της σε άνομα ιδιωτικά χέρια αποδεδειγμένων τοκογλύφων.
Άρα κι εγώ που κάνω μία τέτοια πράξη μετατρέπομαι εις άνομον, εμπλεκόμενος στις όποιες παρανομίες εκμετάλλευσης και άνομης διαχείρισης της άϋλης κυκλοφορούσας αξίας (του χρήματος δηλαδή). Με τον τρόπο αυτό κάθε ομάδα διαχείρισης της κοινωνικής περιουσίας (κυβέρνηση) μετατρέπεται αυτομάτως σε εγκληματική, εφόσον αποδέχεται εκ’ προοιμίου την ύπαρξη και λειτουργία αδιαφανών διαδικασιών διαχείρισης της άϋλης κυκλοφορούσας αξίας των οικονομικών μεγεθών, της εν λόγω κοινωνίας.
Εν κατακλείδι ας δούμε την εικόνα που σχηματίζεται
Κράτος, κοινωνικές υλικές αξίες, κυβερνητική διαχείριση, απεμπόληση των εν λόγω αξιών από τον κατ’ εξοχή διαχειριστή και παράδοση τους στους τοκογλύφους.
Επόμενο είναι λοιπόν όταν η κυβέρνηση συναλλάσσεται με το «κοινό» δηλαδή τους πολίτες να πρέπει να επιβάλει τοκογλυφικά επιτόκια για να καλύψει τις απαιτήσεις της τοκογλυφίας, της οποίας, σαν τέτοια που είναι, τα όρια της είναι ανύπαρκτα και διαρκώς μεταβαλλόμενα προς τα άνω.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο οι πόλεις κράτη (τουλάχιστον) στον Ελλαδικό χώρο εξέδιδαν το δικό τους νόμισμα συνήθως ήταν από πολύτιμο (για την εποχή ) μέταλλο ή ακόμα μη πολύτιμο μέταλλο το οποίο ελάμβανε ονομαστική αξία σύμφωνα με τις τρέχουσες για την εποχή του αξίες.
Το νόμισμα συγκεντρώνετο σε ασφαλισμένο από την ηγεσία της πόλης (την εκκλησία του Δήμου συνήθως) και διανέμετο με μία συγκεκριμένη μέθοδο προς τους πολίτες.
Προϊόντος του χρόνου και κατά την περίοδο του Μεσαίωνα αυτή η μέθοδος διαχείρισης εξετράπη από κάθε όριο ωφέλειας του λαού, μετετράπη δε σε αντικείμενο εκμετάλλευσης των λαών από τις εξουσίες τους, δηλαδή του άρχοντες (Βασιλιάδες).
Αυτοί λοιπόν επέβαλαν κατά το δοκούν φόρους προς τους πολίτες συνήθως δυσβάστακτους, για την κάλυψη των αναγκών της πολιτείας, όμως μαζί με την κακή διαχείριση ήρθαν και τα έκτροπα, δηλαδή η διαφθορά της εξουσίας με ιδιώτες για λογαριασμό των αρχόντων.
Ένα τέτοιο παράδειγμα που διατρανώνει την κατάχρηση της εξουσίας από διεφθαρμένους ηγέτες είναι και αυτό του ηγέτη Γουλιέλμου του 9ου του Έσσεν – Κάσσελ ο οποίος εθεωρείτο κατ’ εκείνη την εποχή σαν ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο.
Ταυτόχρονα στην Φρανκφούρτη το 1744 ο δεκατριάχρονος τότε Μάγιερ Άμσελ Ρόθτσιλντ, μετέβει στο Ανόβερο και εισήλθε στην τράπεζα του Σιμον Βόλφ Οπενχάιμερ, σε ηλικία δεκαεννέα ετών μετέβη για συνεργασία με την εταιρία χρηματικής διαχείρισης Κάλμανς, έγινε πωλητής παλαιών νομισμάτων και κατέληξε σαν διαχειριστής των νομισμάτων του προαναφερθέντος ηγέτη του κρατιδίου της Έσσης Γουλιέλμου του 9ου με την βοήθεια του οποίου έγινε ο μεγαλύτερος τραπεζίτης της Φρανκφούρτης.
Τι το περίεργο θα μου πείτε προκύπτει από όλα αυτά;
Απαντώντας στο προφανές ερώτημα θα κάνω μία μικρή αναφορά στην πορεία του Γουλιέλμου αλλά και του κυρίου Μάγιερ Άμσελ, ο δεύτερος έκανε δέκα παιδιά ένα εκ των οποίων έγινε τραπεζίτης στο Λονδίνο, την εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων κατά την περίοδο της τελικής μάχης η αγγλική τράπεζα είχε εκδώσει ομόλογα πολέμου μέσα από την κίνηση (αγορά και πώληση) των οποίων συγκέντρωνε τα απαραίτητα χρήματα για τον πόλεμο κατά του Ναπολέοντα, εάν ο πόλεμος απώλετο η Αγγλία καταστρεφόταν και αυτό ήταν το διακύβευμα την εποχή εκείνη.
Με ένα ιδιαίτερα ευρηματικό εγχείρημα ο Γερμανο – Εβραίος Νάθαν Μάγιερ Ρόθτσιλντ μέγας τραπεζίτης και αξιόπιστος παίχτης του Λονδρέζικου χρηματιστηρίου κατόρθωσε να πάρει τον έλεγχο όχι μόνο του Αγγλικού χρηματιστηρίου αλλά και τον έλεγχο της ίδιας της τράπεζας του Λονδίνου. Κλείνοντας μία εξαιρετική συμφωνία με το Βασίλειο της Αγγλίας, έλαβε το δικαίωμα να εκδίδει αυτός το νόμισμα της Αγγλίας και να το δίδει υπό την μορφή δανείου στην Αγγλική κυβέρνηση η οποία θα έπρεπε να το επιστρέφει πληρώνοντας και τους τόκους.
Αυτή η μέθοδος διαχείρισης των εθνικών νομισμάτων επεκράτησε σε όλο τον κόσμο, ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Κάποιες οικονομίες ακόμα αντέχουν και δεν έχουν μπει μέσα σ’ αυτό το κύκλωμα της αισχρής τοκογλυφίας.
Με την βοήθεια βέβαια κάποιων κυβερνητών της από το 1831 μέχρι σήμερα, ατόμων διεφθαρμένων και υποκινούμενων από την ελίτ της εν λόγω τραπεζικής οργάνωσης.
Αν μπορέσουμε να καταλάβουμε την μεγάλη αξία έκδοσης και διαχείρισης του εθνικού νομίσματος από το ίδιο το κράτος θα απεμπλακούμε ταχύτατα από τα νύχια του «θηρίου».
Η απεμπλοκή αυτή θα χρειαστεί και γενική αναδόμηση του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος είναι στημένος και λειτουργικός μόνο για το μοντέλο της απόλυτης σήψης και διαφθοράς των ηγετών και του κομματικού τους στρατού.
Άρα άμεση απεμπλοκή, εδώ και τώρα, δίχως καμία καθυστέρηση ή αμφιβολία.
Οι απόψεις του ιστολογίου δεν συμπίπτουν απαραίτητα με το περιεχόμενο του άρθρου
Δημοσίευση σχολίου